- νέοικος
- νέοικος, -ον (Α)1. αυτός που απέκτησε κατοικία πρόσφατα, ο νέος κάτοικος ή ο νέος πολίτης2. αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος («καὶ ὅν πατέρ' Ἄκρων 'ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + οἶκος].
Dictionary of Greek. 2013.